ξετρουμίζω

ξετρουμίζω
1. τρομάζω κάποιον ή τρομάζω τον εαυτό μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξετρουμισμένος, -η, -ο
περίτρομος, ταραγμένος, τρομαγμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοξετρουμισμένος — η, ο σχεδόν τρελός από τον τρόμο, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ξετρουμίζω «τρομάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”